Χριστούγεννα με τη μαμά
Χριστούγεννα με τη μαμά
Πριν από ένα χρόνο πήρα τη μαμά μου να ζήσει μαζί μου. Για πάντα.
Δεν το είχα σκεφτεί προκαταβολικά, ούτε το είχα σχεδιάσει. Ετοιμάσαμε στα γρήγορα μία μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα: τα φάρμακά της, ρόμπα, νυχτικό, εσώρουχα, ζεστές παντόφλες, κρέμα για τα χέρια, λίγα ρούχα κι ένα ζευγάρι χαμηλά παπούτσια.
«Φτάνουν;» ρώτησα. «Φτάνουν και περισσεύουν» μου απάντησε.
Είχε δίκιο. Το προσωπικό της σύμπαν, τόσο φανταχτερό, πλουμιστό και πολύχρωμο άλλοτε, έχει συρρικνωθεί όπως και η ίδια.
Η μαμά κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι αθόρυβα, σα σκιά. Αδύναμη, σχεδόν κοκαλιάρα, περιδιαβαίνει τα δωμάτια με προσεκτικά, διστακτικά βήματα. Στέκεται και παρατηρεί τα λουλούδια στο ανθοδοχείο, το μικρό γραφείο, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. Μου ζητάει ένα πανάκι για να ξεσκονίσει την ανύπαρκτη σκόνη.
Δεν θέλει να δει τηλεόραση. Κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και λύνει σταυρόλεξα. Δεν ξεχνάει ποτέ το απογευματινό μας σκραμπλ. Ακόμα κι αν είναι κουρασμένη θέλει να παίξουμε γιατί «κάνει καλό στο μυαλό».
Κοιμάται πολύ και περνάει τις περισσότερες ώρες ξαπλωμένη. Μιλάει με αόρατες παρουσίες και μου μεταφέρει τις συζητήσεις τους. Τις νύχτες ονειρεύεται τον πατέρα μου και το πρωί μου διηγείται το όνειρο.
Με τους φίλους μου είναι ευγενική και συνεσταλμένη. Διατηρεί στο ακέραιο την ευφράδεια και το χιούμορ της. Μιλάει καθημερινά στο τηλέφωνο με την αδελφή μου και με την αγαπημένη της εξαδέλφη. Εμείς οι τρεις είμαστε το σημείο αναφοράς της.
Κι εγώ, που δεν έχω παιδιά, τώρα μαγειρεύω κάθε βράδυ σούπα, ζεσταίνω νερό για τη θερμοφόρα (η μαμά φοβάται την ηλεκτρική κουβέρτα) και βάζω τα φάρμακά της στο ειδικό μπλε κουτάκι για να τα βρίσκει – δύο το πρωί, ένα το μεσημέρι, ένα το βράδυ.
Αυτό που της αρέσει πιο πολύ είναι να κοιτάζει παλιές φωτογραφίες. Ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις ασπρόμαυρες και θυμάται όλα τα πρόσωπα – ακόμα και μένα όταν ήμουν μικρή.
Κάθε τόσο με ρωτάει: «για ξαναπές μου, είσαι κόρη μου;» «Ναι, μαμά» της απαντώ. Με κοιτάζει δύσπιστα. «Πώς γίνεται να έχω ξεχάσει κάτι τόσο σημαντικό;» μονολογεί σκεφτική.
Τι νιώθω; Στην αρχή φρίκη. Και απελπισία. Όχι μόνο γι’ αυτήν, αλλά και για μένα. Μαθημένη στην εργένικη ζωή μου, ελεύθερη και ανεξάρτητη, μου φαινόταν βουνό να διαχειριστώ την δική της εξάρτηση που με έπνιγε σα θηλιά στο λαιμό.
Από την άλλη έβλεπα ότι είχαμε μπει σε μονόδρομο. Η μαμά μου βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Κυριολεκτικά. Χρειαζόταν επειγόντως ένα χέρι να την κρατήσει για να μην πέσει, έστω και για λίγο.
Τι έκανα; Έκλαψα και πένθησα. Πένθησα γιατί η μαμά μου, έτσι όπως την ήξερα, είχε φύγει. Οριστικά και αμετάκλητα. Κι ενώ είχε πεθάνει, ήταν ακόμα ζωντανή μπροστά μου.
Αυτό είναι το κακό με την άνοια. Χάνεις τον αγαπημένο σου άνθρωπο, αλλά δεν σου επιτρέπει να τον θρηνήσεις και να ξεχάσεις, να αφήσεις τον χρόνο και τη λήθη να κάνουν τη δουλειά τους – γιατί ενώ έχει φύγει, βρίσκεται ακόμα εδώ. Η ζωντανή παρουσία πονάει σαν αλάτι επάνω σε ανοιχτή πληγή. Είναι σα να ζεις παρέα με το φάντασμα αυτού που κάποτε υπήρξε.
Η μητέρα μου ήταν μία γυναίκα ωραία και δυνατή. Ο κλασικός μητριαρχικός τύπος. Μετά τον θάνατο του πατέρα μας, έζησε για δεκαετίες μόνη, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για τη μοναξιά της, όπως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Αντίθετα, φαινόταν να απολαμβάνει την ελευθερία της και ήταν περήφανη για την αυτονομία της.
Πότιζε τα λουλούδια της, παρακολουθούσε τις ειδήσεις, πήγαινε στο θέατρο με τις φίλες της, μαγείρευε και τακτοποιούσε το σπίτι της με συγκινητική επιμέλεια. Το κορυφαίο γεγονός της εβδομάδας γι’ αυτήν ήταν το κυριακάτικο γεύμα με τα παιδιά της, την αδελφή μου, τον γαμπρό μου και μένα.
Αχ, βρε μαμά, αυτό το θεϊκό παστίτσιο σου!
Δεν την θυμάμαι ποτέ να κάθεται, να χαλαρώνει. Πάντα με κάτι καταπιανόταν. Ζούσε σύμφωνα με το ρητό «μην αφήνεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα».
Πριν από τρία χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Εγώ κι η αδελφή μου πανικοβληθήκαμε. Όμως η μαμά δεν παραδόθηκε, δεν παραιτήθηκε ούτε για ένα λεπτό. «Θα κάνω ό,τι πουν οι γιατροί» μας δήλωσε.
Ήθελε να ζήσει. Και τα κατάφερε. Η αρρώστια υποχώρησε. Το θηρίο που στο παρελθόν είχα δει να κατασπαράζει μέσα σε ελάχιστο χρόνο αγαπημένους μου ανθρώπους, στην περίπτωσή της έκανε πίσω.
Όμως, από τη μία η νάρκωση για ένα χειρουργείο δέκα ωρών, βαρύ για την ηλικία της και από την άλλη η καταραμένη απομόνωση της πανδημίας για μήνες, προκάλεσαν αυτό που δεν είχε καταφέρει να της κάνει ο καρκίνος. Τσάκισαν την ψυχική της υγεία.
Για μια γυναίκα που έζησε πάντα βασισμένη στην τετράγωνη λογική της, αυτό ήταν ο χειρότερος εφιάλτης. Ο κόσμος της κατέρρευσε.
Μετά όλα εξελίχθηκαν ραγδαία. Νομίζω ότι κάποια στιγμή απλά άφησε τον εαυτό της στην άκρη. Ίσως κουράστηκε. Ακούμπησε επάνω μου κάθε λεπτομέρεια της ζωής της. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς πλάνο.
Η μαμά ξυπνάει κάθε πρωί και προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται και ποια είναι. Οι πρώτες ώρες της ημέρας είναι οι πιο δύσκολες. Αργότερα όλα κυλάνε ήρεμα, σα νερό στο αυλάκι.
Η αρχική μου απελπισία μεταλλάχθηκε σε ένα σχεδόν μητρικό συναίσθημα αυτοθυσίας. Για πρώτη φορά κατάλαβα πώς νιώθουν οι μητέρες για τα μωρά τους. Αποκρυπτογράφησα αυτή τη λατρεία, που πριν μου φαινόταν παράλογη.
Τώρα έχω μία κόρη ογδόντα πέντε ετών. Κοντά της συνειδητοποίησα την ιερότητα της ευθύνης απέναντι σε ένα πλάσμα που, όχι μόνον η ευτυχία του, αλλά και η ίδια του η ύπαρξη εξαρτάται ολοκληρωτικά από μένα. Χάρη σ’ αυτήν ζω μία μεγάλη εμπειρία μύησης στην ανθρωποσύνη.
Την βλέπω έτσι ευάλωτη και εύθραυστη, σαν κλαράκι έτοιμο να σπάσει και νιώθω γι’ αυτήν οίκτο και τρυφερότητα. Χαίρομαι με την ικανοποίηση που καθρεφτίζεται στο βλέμμα της κάθε φορά που καταφέρνει να φορέσει μόνη τη ζακέτα της ή να βάλει σωστά τα παπούτσια της – σα γονιός που καμαρώνει τις επιτυχίες του παιδιού του. Η καρδιά μου σφίγγεται όταν χάνεται σε παραληρηματικούς μονόλογους ή όταν πιάνω στην ατμόσφαιρα την αμηχανία που άθελά της προκαλεί στους ανθρώπους.
Δεν τους παρεξηγώ. Κανείς δεν ξέρει πώς να φερθεί σε έναν ανοϊκό. Ούτε εγώ ήξερα. Πέρασε καιρός μέχρι να αποδεχθώ το μη αναστρέψιμο της υγείας της και να το πάρω απόφαση ότι οι καλοπροαίρετες διορθώσεις δεν την βοηθούν και κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Όταν έπαψα να ελπίζω, βρήκα τη λύση. Έμαθα να συντονίζομαι στο δικό της μήκος κύματος, αντί να προσπαθώ να τη φέρω στο δικό μου. Μετά από μήνες πόνου και θλίψης, αυτή η απόφαση με απελευθέρωσε ψυχικά.
Βοηθούν και τα φάρμακα που παίρνει. Αλλά τα πιο σημαντικά εφόδια για τις κακοτοπιές είναι το γέλιο και η αγάπη. Όταν τα πράγματα ζορίζουν, με μια τρυφερή λέξη κι ένα χάδι η μαμά μου σα να συνέρχεται ξαφνικά, κι εκεί που φαίνεται ότι όλα καταρρέουν, κάπως τα καταφέρνει κι επιστρέφει στην πραγματικότητα.
Είμαι χαρούμενη που την έχω κοντά μου. Το μόνο που θέλω πλέον είναι να κάνω το ηλιοβασίλεμά της ευτυχισμένο και τις ημέρες της ειρηνικές, χωρίς καμία συναισθηματική αγωνία. Με θαλπωρή και άνεση. Με γέλια και σουπίτσες. Τα υπόλοιπα δεν έχουν πια σημασία για τη μαμά.
Πρόσφατα μετακομίσαμε. Ζούμε στο δικό μας παραμύθι, σ’ ένα σύμπαν χωρίς χρόνο και τόπο. Δεν έχει σημασία αν είναι Δευτέρα ή Παρασκευή, καλοκαίρι ή χειμώνας, αν το όνομά μου είναι Ευρυδίκη ή Στέλλα, αν βρισκόμαστε στην Αθήνα ή στη Ρόδο, αν είμαι η κόρη της, η μητέρα της, η αδελφή της ή η συμμαθήτριά της. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι είμαστε μαζί.
Στον κόσμο μας όλα είναι ρευστά, όλα μπορούν να συμβούν. Κάθε μέρα είναι μία νέα περιπέτεια. Γελάμε πολύ και συνωμοτούμε σαν οκτάχρονα πιτσιρίκια. Πλέουμε μέσα στη θάλασσα των άπειρων δυνατοτήτων. Χρειάζεται και γι’ αυτό μία ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στην οποία καθημερινά εξασκούμαι!
Την περασμένη Κυριακή ήταν Χριστούγεννα. Έκανε ζέστη. Βγήκαμε βόλτα και περπατήσαμε. Η μέρα ήταν χαρά Θεού. Χαζέψαμε τις βιτρίνες, τον κόσμο, τα παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία.
Η μαμά ενθουσιάστηκε με την υπαίθρια φάτνη μπροστά στην εκκλησία, με το θείο βρέφος και τους μάγους με τα δώρα. Χαμογελούσε στα μωρά, κοιτούσε με περιέργεια τους ερωτευμένους, μετρούσε τα πουλιά που πετούσαν γύρω μας. Χαιρόταν με όλα, ανέμελη σαν παιδί.
Λίγα χρόνια πριν, μια τέτοια μέρα η μαμά μου θα έτρεχε και δεν θα έφτανε. Θα πάσχιζε με την ψυχή στο στόμα να προλάβει ένα σωρό δουλειές: να ψωνίσει, να στολίσει το σπίτι, να μαγειρέψει, να ψήσει μελομακάρονα, να ετοιμάσει τα δώρα μας. Θα τηρούσε όλα τα έθιμα των γιορτών. Φυσικά θα είχε πάει στο κομμωτήριο και θα είχε βάψει τα νύχια της. Θα γκρίνιαζε, αλλά θα ήταν ευχαριστημένη που τα πρόλαβε όλα. Θα είχε φροντίσει μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Αυτή ήταν η μαμά μου. Σχολαστική, τελειομανής και άξια σε όλα της.
Τώρα δεν χρειάζεται να βιαστεί για τίποτα.
Έτσι όπως καθόμασταν στον ήλιο και ρουφούσαμε τη λιακάδα, την κοίταξα κι ήταν σα να σταμάτησε ο χρόνος. Φαινόταν τόσο γαλήνια, ήσυχη, βυθισμένη στην απόλαυση της στιγμής. Σιωπηλή και νηφάλια, παρούσα 100% στο εδώ και τώρα. Κάθε της κύτταρο εξέπεμπε πληρότητα, σα να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη. Όμορφη όσο ποτέ.
Κι εγώ δεν ένιωθα πια κανένα βάρος, καμία θλίψη. Λες κι ένα μαγικό ραβδί με άγγιξε και αφαίρεσε κάθε φορτίο και κάθε έγνοια από πάνω μου. Ήμουν ανάλαφρη σα νιφάδα χιονιού.
Καθόμασταν δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλάμε, με τις αισθήσεις μας ολοζώντανες. Κάποια στιγμή η μαμά άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου. Στράφηκα προς το μέρος της κι ήταν σα να έβλεπα μία άγνωστη.
Σ’ αυτή τη μορφή, σ’ αυτό το τόσο οικείο και αγαπημένο πρόσωπο, δεν μπορούσα να βρω τίποτα από το παρελθόν. Όλος ο μόχθος, οι αγωνίες, τα όνειρα, οι φόβοι, τα πάθη, οι φιλοδοξίες, οι χαρές, οι λύπες, οι θυμοί, οι ελπίδες μιας ολόκληρης ζωής, της ζωής της, εξανεμίστηκαν. Έγιναν σκόνη που την σκόρπισε ο αέρας και χάθηκε για πάντα.
Όλα όσα έζησε συμπυκνώθηκαν και κατέληξαν σε αυτήν εδώ τη στιγμή, την αφύσικα μετέωρη, σαν έξω από χρόνο κι από τόπο. Μια στιγμή όμοια με αιωνιότητα.
Οι δυο μας καθισμένες σ’ ένα παγκάκι μια ηλιόλουστη μέρα. Όχι πια μάνα και κόρη, αλλά δύο υπάρξεις χωρίς ταυτότητα, χωρίς ρόλους. Η κάθε μία στον κόσμο της, ξεχωριστές κι όμως ενωμένες, απλά να χαζεύουμε τον ουρανό και να λιαζόμαστε σαν ευχαριστημένες γάτες.
Ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα.